- ευπελής
- εὐπελής, -ές (Α)1. εύκολος, ελαφρός2. (δ. ερμ.) πράος, ήρεμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πελής (< πέλομαι «γίνομαι, υφίσταμαι»), πρβλ. ολιγη-πελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπελέεσσιν — εὐπελής easy masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπελέσσιν — εὐπελής easy masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)